πάσχασμα

πάσχασμα
και πάσκασμα, το [πασχάζω]
ο εορτασμός τού Πάσχα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάσχασμα — πάσχασμα, το και πάσκασμα, το διακοπή νηστείας, χρήση αρτύσιμων φαγητών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”